- ολοκαύτησις
- ολοκαύτησις και ολοκαύστησις, η (Α) [ολοκαυτώ (Ι)]ολοκαύτωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολοκαυτισμός — ὁλοκαυτισμός, ὁ (Α) [ολοκαυτίζω] (κατά τον Φώτ.) «ὁλοκαύτησις» … Dictionary of Greek
ολοκαύστησις — ολοκαύστησις, η (Α) βλ. ολοκαύτησις … Dictionary of Greek